- μπόμπιρας
- ο1. είδος χρυσοκανθάρου2. το έντομο σφήκα3. μτφ. παιδί ή νεαρός μικρού αναστήματος, μικροκαμωμένος, αλλά αεικίνητος και πανέξυπνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombero].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπόμπιρας — ο (λ. ιταλ.) 1. παιδί μικροκαμωμένο, αλλά έξυπνο και ζωηρό: Χειρίζεται τέλεια τον υπολογιστή ο μπόμπιρας! 2. το έντομο σφήκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)